- υπεροπτικως
- ὑπεροπτικῶςс презрением, презрительно Xen. etc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπεροπτικώς — ὑπεροπτικῶς ΝΜΑ, και υπεροπτικά Ν βλ. υπεροπτικός … Dictionary of Greek
ὑπεροπτικῶς — ὑπεροπτικός contemptuous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροπτικός — ή, ό / ὑπεροπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος] αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόνας νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό… … Dictionary of Greek
κατοφρυούμαι — κατοφρυοῡμαι, όομαι (ΑΜ) συνοφρυώνομαι υπερβολικά αρχ. φρ. «κατωφρυωμένοι λόγοι» αυστηρά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀφρυοῦμαι «είμαι υπεροπτικώς ακατάδεκτος»] … Dictionary of Greek